σύφιλη

σύφιλη
(Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης αφροδίσια νόσος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (ή Τρεπόνημα το ωχρόν). Αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η σ. παρουσιάστηκε στην Ευρώπη με μορφή σοβαρών επιδημιών και στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο· σήμερα υπάρχει σχεδόν παντού. Διακρίνεται μια επίκτητη μορφή της νόσου και μια συγγενής· η πρώτη μεταδίνεται συνήθως κατά τη γενετήσια επαφή· στη δεύτερη η μετάδοση γίνεται κατά την ενδομήτρια ζωή μέσω του πλακούντα. Η μετάδοση της από άνθρωπο σε άνθρωπο ευνοείται από μικρές λύσεις της συνέχειας των βλεννογόνων ή του δέρματος που επιτρέπουν την είσοδο της σπειροχαίτης. Ύστερα από μια περίοδο επώασης 2-4 εβδομάδων εμφανίζεται ένα σκληρό έλκος στο σημείο εισόδου της σπειροχαίτης, που συνοδεύεται από διόγκωση των επιχώριων λεμφογάγγλιων· στο τέλος της πρωτόγονης αυτής περιόδου γίνεται θετική και η οροαντίδραση Βάσερμαν. Ύστερα από άλλες 5 ή 6 εβδομάδες, εάν δεν γίνει θεραπεία, εμφανίζεται εξάνθημα διάχυτο στο δέρμα και στους βλεννογόνους (κηλίδες και βλατίδες) που συνοδεύεται και από γενικά συμπτώματα, όπως πυρετό, νυχτερινούς πόνους στα οστά, διόγκωση λεμφογάγγλιων, προσβολή διαφόρων οργάνων κ.ά. Την εξαφάνιση των δευτερογόνων αυτών εκδηλώσεων ακολουθεί συνήθως μια μακριά σιωπηρή περίοδος μέχρι της εμφάνισης των εκδηλώσεων της τριτογόνου περιόδου· πρόκειται για κομμιώματα μονήρη ή πολλαπλά, που εμφανίζονται σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος και συχνά καταλήγουν σε νεκρωτικά φαινόμενα με σχηματισμό ελκών. Από τις πιο όψιμες εντοπίσεις της σ. είναι εκείνες του κεντρικού νευρικού συστήματος (νωτιάς φθίσις, προϊούσα παράλυση). Με την ανακάλυψη της πενυκιλλίνης, η πρόγνωση της νόσου βελτιώθηκε σημαντικά, γιατί είναι εύκολη η θεραπεία, και μειώθηκε η συχνότητα της σ. Τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρείται αύξηση της συχνότητας σ. Η σ. είναι η σοβαρότερη αφροδίσια νόσος και ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά νοσήματα και αντιμετωπίζεται από τις υγειονομικές υπηρεσίες κάθε κράτους με ειδικά προγράμματα προφύλαξης και θεραπείας.
* * *
και σύφιλις, -ίλιδος, και συφιλίς, -ίδος, η, Ν
ιατρ. βαρύ αφροδίσιο νόσημα που προσβάλλει κυρίως το δέρμα, τις αρτηρίες και το νευρικό σύστημα και το οποίο μεταδίδεται στην πλειονότητα τών περιπτώσεων κατά τη σεξουαλική επαφή (α. «πρωτογενής σύφιλη» β. «δευτερογενής σύφιλη» γ. «τριτογενής σύφιλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. syphilis, σχηματισμένο από το νεολατ. ανθρωπωνύμιο Syphilus, ήρωα ποιήματος τού Ιταλού Τζ. Φρακαστόρο και υποθετικό πρώτο πάσχοντα από την ασθένεια. Η λ., στον λόγιο τ. συφιλίς με τονισμό στη λήγουσα κατά τη γαλλ. προφορά, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύφιλη — η (λ. γαλλ.), αφροδίσιο νόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συφιλιδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύφιλη 2. (το αρσ. και το θηλ, ως ουσ.) ο συφιλιδικός, η συφιλιδική αυτός που πάσχει από σύφιλη 3. αυτός που προκαλείται από σύφιλη («συφιλιδικό εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • σπειροχαίτη — (spirochete). Γενική ονομασία βακτηριδίων σπειροειδούς σχήματος, που ανήκουν στην τάξη των σπειροχαιτωδών. Οι σ. είναι λεπτά μονοκύτταροι μικροοργανισμοί χωρίς καθορισμένο πυρήνα και αποτελούν μεταβατική μορφή μεταξύ της τάξης των ευβακτηρίων ή… …   Dictionary of Greek

  • συφιλίδη — η, Ν ιατρ. παλαιός, αλλά ακόμη σε χρήση, όρος για κάθε βλάβη τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, που εμφανίζεται κατά την δευτερογενή και την τριτογενή σύφιλη (α. «κηλιδώδης συφιλίδη» β. «θυλακιώδης συφιλίδη» γ. «μελαγχρωματική συφιλίδη»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συφιλοφοβία — η, Ν νοσηρός φόβος ενδεχόμενης προσβολής από σύφιλη και, γενικά, από αφροδίσια νοσήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphilophobia < syphilis (πρβλ. σύφιλη) + phobia (< φοβία)] …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • συφιλιδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει προσβληθεί από σύφιλη. 2. αυτός που αναφέρεται στη σύφιλη: Συφιλιδικό έλκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”